αερομαχώ

αερομαχώ
(-έω) [αερομάχος]
1. ματαιοπονώ
2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αερομαχώ — ησα, κάνω αερομαχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”